φριγγίλ(λα)

φριγγίλ(λα)
και φρινγκίλ(λα), η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών τής οικογένειας φριγγιλίδες, που είναι κοινώς γνωστά ως σπίνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fringilla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] …   Dictionary of Greek

  • φλώρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρωμαίος ιστορικός της εποχής του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Έγραψε σε δύο βιβλία την ιστορία των πολέμων της Ρώμης, από την εποχή των βασιλέων έως το κλείσιμο του ναού του Ιανού επί Αυγούστου (25 π.Χ.). Είναι κυρίως …   Dictionary of Greek

  • φρινγκίλ(λ)α — η, Ν ζωολ. βλ. φριγγίλ(λ)α …   Dictionary of Greek

  • φρινγκιλ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. φριγγιλ(λ)ίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”